Τα συνθήματα είναι εργαλείο επιρροής για να επιτύχεις την ολοκλήρωση ενός εγχειρήματος. Μπορούν να αποδώσουν το μήνυμα ενός κινήματος με ένα τρόπο που είναι εύκολα απομνημονεύσιμος και περιεκτικός. Για τους ένθερμους υποστηρικτές των εκτρώσεων, τα συνθήματά τους αυτό ακριβώς καταφέρνουν. Επίσης, καταφέρνουν με αποτελεσματικό τρόπο να χαρακτηρίσουν όλους αυτούς που αγωνίζονται για τις ζωές των αγέννητων παιδιών ως αποκρουστικούς μισογύνηδες, που θέλουν να φορτώνονται οι άμοιρες γυναίκες με το βάρος ενός κοπαδιού από ανεπιθύμητα παιδιά.
«Εμείς έχουμε φωνή έχουμε και επιλογή!
2–4–6–8, δεν έχουμε αυτό το σκοπό!».
«Όταν τα δικαιώματα των γυναικών δέχονται επίθεση, τι θα κάνουμε;
Θα ορθώσουμε το ανάστημά μας και θα αντεπιτεθούμε!».[1]
Ξανά και ξανά, ο μηχανισμός προώθησης των εκτρώσεων κάνει θόρυβο για τα δικαιώματα των γυναικών, πολεμώντας για το δικαίωμα της γυναίκας να επιλέξει. Κι εγώ, ως μια ευαίσθητη και εύκολα επηρεαζόμενη φοιτήτρια πανεπιστημίου, που είχε ήδη κάνει κρυφά έκτρωση, βρέθηκα να φωνάζω ανάμεσα σε άλλους αυτά τα συνθήματα. Με την αντίθετη γνώμη καίρια και αποτελεσματικά δαιμονοποιημένη, κατετάγην με υπερηφάνεια ως εθελόντρια στο στρατό που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των συντροφισσών μου.
Καθώς ανέβηκα στα κλιμάκια της ιεραρχίας, από απλή βοηθός Κέντρου Υγείας, σε Διευθύντρια κλινικής, το πάθος μου να προστατεύσω το δικαίωμα της γυναίκας στην επιλογή, διαρκώς αύξανε. Αληθινά, ένιωθα ότι βοηθούσα τις αδελφές μου κατά τη διάρκεια της δικής τους θλίψης και απελπισίας. Το θεωρούσα τιμή μου.
Μία ημέρα, συνέβη να βρίσκομαι στην είσοδο της κλινικής εξυπηρετώντας τις κοπέλες που έρχονταν στην κλινική. Τότε ήρθε και μια κοπέλα, την οποία θα ονομάσω Μέλανυ. Το βλέμμα μου έπεσε αμέσως επάνω της. Ήταν αφηρημένη, έμοιαζε κάτι να την απασχολεί, ενώ τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα. Τα ρούχα της ήταν τελείως τσαλακωμένα και την πρόδιδαν πως πιθανότατα είχε κοιμηθεί με αυτά, χωρίς να αλλάξει. Το μεγαλύτερο μέρος από τα σκουρόχρωμα καφετιά μαλλιά της ήταν πιασμένο πίσω, σε σχήμα αλογοουράς, αλλά μεγάλες, σκόρπιες τούφες έπεφταν ακανόνιστα στο πρόσωπό της. Η μύτη και οι παρειές του προσώπου της ήταν γεμάτες με αμέτρητες φακίδες. Έσφιγγε στο στέρνο της μια χάρτινη σακούλα, καφέ χρώματος.
«Μήπως θα μπορούσα… Υπάρχει μήπως κάποιος τρόπος… Έχω μια ερώτηση να κάνω…». Η φωνή της μόλις και μετά βίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ψίθυρος. Τα ελαφρώς καφετιά μάτια της διασταυρώθηκαν με τα δικά μου, πριν αποπειραθεί να δραπετεύσει, να φύγει από την κλινική.
«Έλα, γύρισε πίσω», της είπα.
Αν και είχα προγραμματίσει να φύγω σε λίγα λεπτά, για το μεσημεριανό μου, αστραπιαία ένιωσα ότι έπρεπε να προστατεύσω αυτή τη μικρούλα πιτσιρίκα. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα είχε μια αξιοπρεπή μεταχείριση, ότι θα της συμπεριφέρονταν με το «γάντι». Το φαγητό μου μπορούσε να περιμένει. Με το κεφάλι στραμμένο αποκλειστικά στο πάτωμα και κατεβασμένους τους ώμους, με ακολούθησε σε ένα από τα γραφεία συμβουλευτικής προετοιμασίας. Κάθισε και προσήλωσε το βλέμμα της σε ένα σημείο. Τα μαλλιά της έπεφταν τυχαία δεξιά και αριστερά από το πρόσωπό της και η ίδια κρατούσε στην αγκαλιά της τόσο σφικτά τη χαρτοσακούλα, σαν να εξαρτιόταν η ίδια της η ζωή από το περιεχόμενό της.
«Τι μπορώ να κάνω για σένα», τη ρώτησα.
Αναστέναξε βαθιά, ανασήκωσε το βλέμμα της, με κοίταξε και έσπρωξε τη σακούλα προς το μέρος μου. Εντός της υπήρχαν τέσσερα χάπια. Η συσκευασία έγραφε μισοπροστόλη, 800 μικρογραμμάρια.
«Σε παρακαλώ μπορείς να μου εξηγήσεις, πώς θα καταλάβω αν πρέπει να καταφύγω στα επείγοντα, αφού λάβω αυτά τα χάπια;».
Το μυαλό μου έτρεξε πίσω, στη δική μου φαρμακευτική έκτρωση. Είχα σκεφθεί τότε πως έκανα την πιο λογική και λιγότερο επεμβατική επιλογή, αντιμέτωπη όπως ήμουν με μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Δεν μπορούσα να είχα κάνει μεγαλύτερο λάθος. Μου είχαν πουλήσει μια φθηνή λύση στο πρόβλημά μου, προσφέροντας λίγα χάπια, αλλά, αντιθέτως, το μόνο που κέρδισα ήταν φυσική και πνευματική εξουθένωση και αγωνία, πέρα από ότι μπορώ να περιγράψω – η ακατάσχετη αιμορραγία, ο πόνος που μου θόλωνε τα μάτια, φόβος του βέβαιου θανάτου, ο τρόμος της παράτασης έστω για ένα ακόμη λεπτό της αγωνίας που αρνούνταν να υποχωρήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έβαλα σε τάξη τις σκέψεις μου. Είχα σχηματίσει την εντύπωση, ότι αν ήμουν πολύ απότομη σε όσα της έλεγα, η Μέλανυ θα το έβαζε στα πόδια, σαν ένας τρομαγμένος λαγός.
«Σου χορήγησε τα χάπια αυτά, κάποιος ιατρός, με σχετική συνταγή;», ρώτησα ευγενικά, αν και ήδη γνώριζα την απάντηση.
Η Μέλανυ βιαστικά μου εξήγησε ότι τα είχε πάρει από μια «φίλη» και σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει στο σπίτι της, για να πετύχει μόνη της μια φαρμακευτική άμβλωση. Ευτυχώς, έδειχνε πως σίγουρα είχε πραγματοποιήσει από μόνη της αρκετά μεγάλη έρευνα, για να αντιληφθεί ότι έπαιζε με τη φωτιά. Ανησύχησα ιδιαίτερα, γιατί πρόσεξα ότι δεν είχε στη σακούλα μιφεπριστόνη, το πρώτο χάπι με το οποίο τίθεται σε ενέργεια η διαδικασία της φαρμακευτικής έκτρωσης.
Εγώ από μέρους μου έπραξα όπως νόμιζα (εκείνη την εποχή) ότι ήταν το καλύτερο για τη Μέλανυ. Προσπάθησα να της πουλήσω την υπηρεσία της κλινικής, τη χειρουργική εξαφάνιση–καταστροφή του παιδιού της, αντί της φαρμακευτικής προσέγγισης. Αλλά δεν έπεφτε στην παγίδα. Μου ξεκαθάρισε ότι όχι μόνο δεν διέθετε τα χρήματα για μια χειρουργική έκτρωση, αλλά επιπλέον αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να περιμένει.
Η Μέλανυ άρχισε να κινείται νευρικά, δείχνοντας ότι είχε μετανιώσει που ζήτησε συμβουλή. Την έβαλα να ορκιστεί πως δεν θα το έβαζε στα πόδια, μόλις έβγαινα από το γραφείο. Έτρεξα μέχρι το γραφείο της διευθύντριας και της εξήγησα την κατάσταση. Καλοπροαίρετα πρότεινε να προσφέρει στη Μέλανυ τη δυνατότητα φαρμακευτικής έκτρωσης, με τη κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση, σε μια τιμή με μεγάλη έκπτωση. Έλεγξα το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας και κατάφερα να τη στριμώξω ανάμεσα στα άλλα ραντεβού.
Αν και αρχικά ήταν διστακτική, στη συνέχεια αποδέχθηκε απρόθυμα, αφού εγώ τη βομβάρδισα με τις πιθανές συνέπειες της φαρμακευτικής έκτρωσης, χωρίς κατάλληλη παρακολούθηση.
Συνεπής με την υπόσχεσή της, η Μέλανυ παρουσιάστηκε την επόμενη μέρα, στην καθορισμένη ώρα. Υπέγραψε τα έντυπα συγκατάθεσης, έλαβε τις προβλεπόμενες οδηγίες, προγραμμάτισε την επόμενη επίσκεψη για ιατρική παρακολούθηση και βγήκε από το γραφείο μου, μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πολύ καλά. Ήμουν πλήρως ικανοποιημένη ότι είχα πράξει το σωστό.
Ακριβώς επειδή υπήρχε η κλινική μας, η Μέλανυ δεν χρειαζόταν να κάνει εικασίες για τον χρόνο και τον τρόπο λήψης των εκτρωτικών χαπιών, τα οποία κανείς δεν γνωρίζει πως είχε καταφέρει να πάρει στα χέρια της. Ακριβώς διότι οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν, η Μέλανυ είχε τη δυνατότητα να αναλάβει την ευθύνη και τον έλεγχο της αναπαραγωγής της με ένα τρόπο ασφαλή και υπεύθυνο. Το άθλημα στο οποίο με υπερηφάνεια αγωνιζόμουν να αναδειχθώ, μπορούσα να πω με σιγουριά, ότι είχε προστατεύσει και βοηθήσει αυτή την τρομαγμένη νεαρή γυναίκα, η οποία καταφανώς δεν ήταν προετοιμασμένη να σηκώσει στους ώμους της το βάρος της μητρότητας. Τέτοιες σκέψεις ανακύκλωνα στο μυαλό μου.
Παρά το γεγονός ότι ευχόμουν να την είχα πείσει να καταφύγει στην χειρουργική επέμβαση, γνώριζα καλά πως η φαρμακευτική έκτρωσή της απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί επίπονη. Αληθινά ένιωθα ότι είχα βοηθήσει τη Μέλανυ εκείνη την ημέρα. Της πρόσφερα τη φωνή και την επιλογή για τις οποίες φώναζα τόσα χρόνια στις διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, μέχρι να κλείσει ο λαιμός μου από τις κραυγές. Δεν ήμουν διατεθειμένη σε καμία περίπτωση να επιτρέψει στον οποιονδήποτε να την αναγκάσει να αραδιάζει παιδιά, και αν τα δικαιώματά της δέχονταν επίθεση, εγώ ήμουν αυτή που θα όρθωνε το ανάστημά της και θα ανταπέδιδα τα πλήγματα. Ήμουν η ενσάρκωση των συνθημάτων της βιομηχανίας των εκτρώσεων.
Αυτό το αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, ως προς την επαγγελματική μου επιλογή, κράτησε μέχρι την επόμενη επίσκεψη της Μέλανυ στην κλινική, για την επαναληπτική εξέταση. Για άλλη μια φορά ήταν αναμαλλιασμένη και σε προφανή ένταση. Ήμουν έτοιμη να δώσω στη Μέλανυ το πράσινο φως για να φύγει, με τη βεβαιότητα ότι όλα ήταν καλά. Αλλά μια τυπική εξέταση υπερήχου έφερε στο φως τη σοκαριστική διαπίστωση. Η φαρμακευτική έκτρωση είχε αποτύχει. Το μωρό της Μέλανυ ήταν ζωντανό και εξακολουθούσε να μεγαλώνει.
Η νοσοκόμα και εγώ ανταλλάξαμε ματιές γεμάτες τρόμο. Καθώς η νοσοκόμα που είχε πραγματοποιήσει την εξέταση, προσπαθούσε με απολογητικό ύφος να εξηγήσει την κατάσταση στη Μέλανυ, την παρακολούθησα να αλλάζει τη μορφή και την έκφρασή της από σύγχυση σε ανακούφιση.
Τότε η Μέλανυ ακούμπησε ευγενικά και απαλά τα χέρια της πάνω στην κοιλίτσα της. Έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και ανάσανε βαθιά. Αβέβαιη για τον τρόπο χειρισμού της κατάστασης, η νοσοκόμα βγήκε έξω από το δωμάτιο. Η σιγανή διαβούλευσή της με τον γυναικολόγο, μπορούσε να ακουστεί πίσω από την πόρτα. Στάθηκα στη γωνία, στριφογυρίζοντας διάφορες σκέψεις στο μυαλό μου. Ποια ήταν η συμβουλή που έπρεπε να δώσω στη Μέλανυ; Η βεβαιότητα που ένιωθα για τη δική μου σύμπραξη στο να γίνει η έκτρωση προσιτή για κάθε γυναίκα που βρισκόταν σε «ανάγκη», είχε αρχίσει να διασκορπίζεται.
Όταν η νοσοκόμα επέστρεψε αποφασιστικά μετά από λίγη ώρα, είχε έτοιμο ένα σχέδιο δράσης.
«Μέλανυ, αυτό που πρόκειται να κάνουμε, είναι να προχωρήσουμε και να σου προγραμματίσουμε μια χειρουργική επέμβαση, δεδομένης της αποτυχίας της φαρμακευτικής έκτρωσης. Συμφωνούμε;», της είπε.
«Όχι!», ήταν η απάντησή της. Η φωνή της ήταν εξασθενημένη, αλλά αποφασιστική. «Αυτό δεν είναι παρά ένα σημάδι από τον Θεό. Δεν έπρεπε ποτέ να το κάνω αυτό. Δεν έπρεπε ποτέ, σε καμία περίπτωση να προσπαθήσω να ξεφορτωθώ αυτό το παιδί».
«Τα φάρμακα που έλαβες θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του εμβρύου. Είσαι υποχρεωμένη να υποβληθείς σε χειρουργική έκτρωση», ανταπάντησε η νοσοκόμα.
Η Μέλανυ σηκώθηκε με μια κίνηση από το κρεβάτι της υπερηχογραφικής εξέτασης, μάζεψε τα πράγματά της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Η νοσοκόμα την ακολούθησε από κοντά.
«Καλό μου κορίτσι, αν επιτρέψεις να ολοκληρωθεί αυτή η εγκυμοσύνη, το μωρό θα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Θα υποφέρει. Δεν το θέλεις αυτό, έτσι δεν είναι;».
«Άφησέ με μόνη μου!», μουρμούρισε τελικά η Μέλανυ, πριν εξαφανιστεί πίσω από την πόρτα που οδηγούσε στο θάλαμο αναμονής.
Ο συγκαταβατικός τόνος της νοσοκόμας, σύντομα μετατράπηκε σε περιφρόνηση. Πέταξε τον ιατρικό φάκελο της Μέλανυ στο γραφείο και εξαπέλυσε αλλεπάλληλες βλαστήμιες. Ήταν συνηθισμένη να διαχειρίζεται μουδιασμένες, πειθήνιες γυναίκες, που επέτρεπαν να τις κατευθύνουν κατά το δοκούν, χωρίς να αντιστέκονται σχεδόν καθόλου.
Η Μέλανυ ήταν το αντικείμενο της χλεύης και κουτσομπολιού όχι μόνο εκείνη την ημέρα, αλλά και όλη την επόμενη εβδομάδα. Το προσωπικό κουβέντιαζε ασταμάτητα για την κοπέλα που είχε γυρίσει την πλάτη της στην ιατρική συμβουλή, στο κορίτσι που είχε αρνηθεί να ολοκληρώσει την αγωγή της και ως αποτέλεσμα επρόκειτο να φέρει στον κόσμο ένα «καθυστερημένο» και «παραμορφωμένο» παιδί.
Πάρα πολλές φορές κάθε ημέρα για όλη την επόμενη εβδομάδα, έτυχε να ακούσω τη νοσοκόμα να μιλάει με τη Μέλανυ, πιέζοντάς την να επιστρέψει στην κλινική και να υποβληθεί στην επέμβαση. Της απαριθμούσε ολόκληρη λίστα από αποτρόπαιες καταστάσεις που ήταν αναπόφευκτο να αντιμετωπίσει το μωρό της, αν όντως κατάφερνε να φθάσει μέχρι το τέλος της εγκυμοσύνης, όπως διανοητική καθυστέρηση, ανατομικές ανωμαλίες ή ακόμη και νεογνικό θάνατο. Δεν ήμουν σίγουρη για το αν της έλεγε την αλήθεια ή όχι.
Αλλά η Μέλανυ δεν τσιμπούσε. Και προφανώς μετά από μερικές ημέρες, αποφάσισε ότι δεν είχε πλέον κάποιο λόγο να σηκώσει το τηλέφωνό της. Ήμουν συντετριμμένη. Εξακολουθούσα να πιστεύω ότι η χειρουργική έκτρωση ήταν μακράν η καλύτερη επιλογή για τη Μέλανυ και το άτυχο έμβρυο. Αλλά κάθε φορά που μας έκλεινε στα μούτρα το τηλέφωνο, αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου να την επευφημεί, γεμάτη περηφάνια για τη σταθερή αντίστασή της ενάντια στον ισχυρισμό του ιατρικού προσωπικού ότι ήταν υποχρεωμένη να ολοκληρώσει την έκτρωση.
Αν το κίνημα υπέρ των εκτρώσεων ήταν συνεπές στις θέσεις και τα συνθήματά του, τότε η Μέλανυ είχε τη δική της φωνή, και είχε εξασκήσει το δικαίωμά της στην ελεύθερη επιλογή. Δεν προσπαθούσαμε να την αναγκάσουμε να κάνει παιδιά χωρίς σταματημό. Αντιθέτως, κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να σιγουρέψουμε ότι δεν θα γεννούσε, αδιαφορώντας για το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η ίδια με τρόπο ξεκάθαρο και επαναλαμβανόμενο μας είχε ξεκαθαρίσει ότι επιθυμούσε να κρατήσει το μωρό της. Υποθέτω ότι η Μέλανυ αισθανόταν ότι τα δικαιώματά της δέχονταν επίθεση. Και οι επιτιθέμενοι δεν ήταν άλλοι από εμάς. Ήταν προφανές ότι δεν ήταν στο χαρακτήρα της η ανταπόδοση και η αντεπίθεση. Πιο παθητική από τη φύση της, επέλεξε να τερματίσει την διαρκή μας παρενόχληση, αλλάζοντας τηλεφωνικό αριθμό.
Με έθλιψε βαθύτατα η μεταχείριση που είχε η Μέλανυ από το προσωπικό της κλινικής, μετά την απόφαση που πήρε να συνεχίσει την εγκυμοσύνη της. Με κυρίευσε απογοήτευση, και όλα αυτά τα συνθήματα που φώναζα τόσο δυναμικά, άρχισαν να μου φαίνονται απατηλά και υποκριτικά.
Δεν γνωρίζω τι απέγινε η Μέλανυ ή το παιδί της. Προσεύχομαι όμως ο Θεός να προστάτευσε το μικρούλι που είχε στα σπλάχνα της από το τοξικό κοκτέιλ που της χορηγήσαμε για να τερματίσουμε τη ζωή του.
Πηγή: ABBY JOHNSON, «THE WALLS ARE TALKING», FORMER ABORTION CLINIC WORKERS TELL THEIR STORIES, IGNATIUS PRESS, SAN FRANCISCO. 2016.
Προσαρμογή: «Αφήστε με να Ζήσω!».
[1] «We have a voice, and we have a choice! 2-4-6-8, you can’t make us procreate!».
«When women’s rights are under attack, what do we do? Stand up! Fight back!».