ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε τὸ ίδιο μὲ τὸ εὐαγγέλιο τῆς δευτέρας ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Γιὰ ποιό πρᾶγμα μιλάει; Γιὰ ἕνα ἔγκλημα, ποὺ ἔγινε στὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ ἔγκλημα αὐτό, δυστυχῶς, γίνεται καὶ στὶς μέρες μας.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε ἕνα θηρίο. Θηρίο; δὲ᾿ λέμε τίποτα. Ζοῦσε κάποιος, ποὺ εἶχε μορφὴ ἀνθρώπου ἀλλὰ διάθεσι θηρίου. Γιατὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν ἀξίζουν αὐτὴ τὴ μορφὴ ποὺ ἔχουμε· ἔπρεπε νὰ ἔχουν κάποια ἄλλη μορφή, μορφὴ ἀγρίων θηρίων – ζούγκλα ἔγινε ἡ σημερινὴ κοινωνία. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, τὸ ἀγριώτερο θηρίο ἀπὸ ὅλα, κι ἀπὸ τὴν τίγρι, κι ἀπὸ τὸ λιοντάρι, ἀπὸ ὅλα, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ποιός ἄνθρωπος; Αὐτὸς ποὺ εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, αὐτὸς ποὺ καταπατεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἔχουν κυριεύσει τὰ πάθη. Ποιά εἶνε τὰ πάθη; Τρία εἶνε τὰ μεγαλύτερα. Τὸ ἕνα πάθος εἶνε ἡ φιληδονία καὶ κυρίως τὸ σέξ, ποὺ κατέκτησε τώρα τὸν κόσμο. Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ φιλοδοξία· ὁ καθένας προσπαθεῖ ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸν ἄλλο καὶ ν᾿ ἀνεβῇ πιὸ ψηλὰ στὶς διάφορες θέσεις καὶ ἀξιώματα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ χειρότερο, εἶνε – ποιό; τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα, ἡ φιλαργυρία· δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἁμάρτημα φοβερώτερο ἀπὸ αὐτήν, ἀφοῦ τὰ τριάκοντα ἀργύρια πρόδωσαν τὸ Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ποὺ κατακτᾶται είτε ἀπὸ τὴ φιληδονία ετε ἀπὸ τὴν κενοδοξία είτε ἀπὸ τὴ φιλαργυρία, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶνε πλέον θηρίο μὲ μορφὴ ἀνθρώπου.
Ἕνα τέτοιο θηρίο, αἱμοσταγές, ζοῦσε στὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ ὄνομά του; Ἡρῴδης. Τί ἤτανε; Βασιλιᾶς. Κατεῖχε τὴ βασιλικὴ ἐξουσία ἐν συνεργασίᾳ μὲ τοὺς κατακτητάς, τοὺς Ῥωμαίους αὐτοκράτορας. Αὐτὸς εἶχε ἔνστικτα κακούργου. Σκότωσε τὴ γυναῖκα του, σκότωσε τὸν πεθερό του, σκότωσε τὰ τρία παιδιά του, σκότωσε πλῆθος ἀνθρώπους. Καὶ τώρα ἑτοιμάζεται νὰ κάνῃ τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα, ποὺ φρίττει ἡ ἀνθρωπότης. Ποιό εἶνε τὸ ἔγκλημα αὐτό;
Ἐπὶ τῶν ἡμέρῶν του κυκλοφόρησε στὰ Ἰεροσόλυμα μιὰ είδησις. Τότε δὲν ὑπῆρχαν ἐφημερίδες οὔτε ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἔφθαναν τὰ νέα· ἡ πρώτη ἐφημερίδα εἶνε τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκούστηκε λοιπόν, ὅτι γεννήθηκε ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου· ἕνα παιδὶ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου!
Ὅλοι χάρηκαν, αὐτὸς λυπήθηκε. Πίκρα, δηλητήριο, φαρμάκι μέσ᾿ στὴν καρδιά του. Μόλις τ᾿ ἄκουσε φοβήθηκε, ὅτι ὁ νεογέννητος θὰ τοῦ πάρῃ τὴ βασιλεία. Ἀλλὰ μάταιος ὁ φόβος του· ἀνόητος ἤτανε νὰ φοβηθῇ. Γιατί ἦταν ἀνόητος; Τὰ πάθη κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἀνόητο. Διότι, πρῶτον μέν, αὐτὸς ἦταν γέρος πιά, καὶ ὥσπου νὰ μεγαλώσῃ τὸ νεογέννητο νήπιο, αὐτὸς θὰ εἶχε πεθάνει. Ἀνόητος, δεύτερον, διότι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε σὰν τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου. Ὅλα τὰ κράτη τοῦ κόσμου στηρίζονται στὴ βία, στὰ ὅπλα· στοὺς στρατοὺς καὶ τοὺς στόλους, στὰ ἀεροπλάνα καὶ τὰ ὑποβρύχια καὶ τὶς ἀτομικὲς βόμβες. Ἀφαίρεσε τὰ ὅπλα, καὶ κανένα κράτος δὲν στέκει· οὔτε βασιλεία, οὔτε δημοκρατία, οὔτε σοσιαλισμός, οὔτε κομμουνισμός… Ἀλλὰ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός, δὲν στηρίζεται σ᾿ αὐτά. Στηρίζεται – ποῦ; Στὴν ἀγάπη, στὴν ἐλευθερία, στὴ δικαιοσύνη. Καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶνε αἰωνία. Καὶ «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος», δὲν ὑπάρχει τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 1,33). Ἀνόητος λοιπόν, διότι ἦταν γέρος καὶ θὰ πέθαινε· ἀνόητος, διότι ἄλλη εἶνε ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἀνόητος ἀκόμα διότι, ἂν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ βασιλεύσῃ ὁ Χριστός, ἦταν δυνατὸν αὐτὸς νὰ ματαιώσῃ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ; Ἤθελε νὰ γίνῃ θεομάχος;
Ταράχθηκε λοιπὸν ὁ Ἡρῴδης. Καὶ κάλεσε τοὺς μάγους, γιὰ νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἦταν πονηρὸ τὸ σχέδιό του. Ἤθελε, λέει, νὰ πάῃ νὰ τὸν προσκυνήσῃ· στὴν πραγματικότητα ἤθελε νὰ τὸν ἐξοντώσῃ. Ἀλλὰ ἀνετράπησαν τὰ σχέδιά του. Οἱ μάγοι, εἰδοποιημένοι ἀπὸ τὸν οὐρανό, «δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν» γιὰ τὴν πατρίδα τους (Ματθ. 2,12), καὶ δὲν τοῦ ἔδωσαν καμμία πληροφορία γιὰ τὸν γεννηθέντα βασιλέα.
Τότε αὐτὸς ὠργίστηκε πολύ. Καὶ πάνω στὸ θυμό του τί διατάζει; Νὰ πᾶνε οἱ στρατιῶτες του στὴν περιφέρεια τῆς Βηθλεὲμ καὶ νὰ σκοτώσουν ὅλα τὰ ἀγόρια ποὺ εἶχαν ἡλικία κάτω τῶν δύο ἐτῶν. Καὶ πῆγαν. Μπῆκαν στὰ σπίτια. Καὶ ἅρπαζαν ἀπὸ τὶς ἀγκάλες τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἔσφαζαν ὅπως ὁ χασάπης σφάζει τὰ ἀρνιά. Καὶ σφάξανε – πόσα παρακαλῶ; 14.000 ἀθῷα παιδάκια! Καὶ ἔγινε «κλαυθμὸς πολύς» (Ματθ. 2,18). Μανάδες ἔκλαιγαν κι ἀναστέναζαν μέσα στὸ μεγάλο θρῆνο γιὰ τὴ σφαγή.
14.000 δυστυχισμένα παιδάκια. Τί εἶπα, δυστυχισμένα; Δυστυχισμένα τὰ λέτε κ᾿ ἐσεῖς; Λάθος κάνουμε. Ὄχι δυστυχισμένα· εὐτυχισμένα παιδάκια. Ἕνας ἅγιος λέει· Μακάρι νὰ ἤμουν κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσα στὰ παιδάκια αὐτά. Γιατὶ ―ἂν πιστεύουμε― αὐτὰ εἶνε οἱ πρῶτοι μάρτυρες, ποὺ σὰν ἄγγελοι ψάλλουν τώρα στὸν οὐρανὸ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14). Εὐτυχισμένα λοιπόν.
Ὦ ἐσεῖς μανάδες, ποὺ κλαῖτε τὰ παιδάκια ὅταν πεθαίνουν μικρά· αὐτὰ εἶνε ἀγγελούδια. Μὴν κλαῖτε αὐτὰ τὰ παιδιά. Κλάψτε τοὺς μεγάλους, ποὺ ἔχουν φάει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα καὶ μέχρι σήμερα οὔτε μετανόησαν οὔτε πῆγαν νὰ ἐξομολογηθοῦν, οὔτε ἔχυσαν ἕνα δάκρυ συναισθήσεως. Ρεμαλοειδῶς, κτηνωδῶς ζοῦνε. Αὐτούς κλάψτε λοιπόν, ποὺ προχωροῦν τὰ χρόνια κι ἀσπρίζουν τὰ μαλλιὰ καὶ πλησιάζουν στὸν τάφο, κι ὅμως ἔχουν 20, 30, 40 χρόνια νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ ἄχραντα μυστήρια· αὐτούς νὰ κλαῖτε.
Ρωτᾶτε τώρα καὶ ποιό εἶνε τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου; Τὸ τέλος του ἦταν οἰκτρό. Τὸ λέει ἡ ἱστορία. Ἀρρώστησε κ᾿ ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Τὸ κορμί του γέμισε πληγές, ποὺ ἔτρεχαν αἷμα καὶ πύον. Βρώμισε, σκουλήκιασε, δὲ᾿ μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσῃ κανένας. Ἀλλὰ καὶ πεθαίνοντας τί ἔκανε· φυλάκισε χίλιους ἀνθρώπους, ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἄφησε διαταγή. Ὅταν, λέει, θὰ ξεψυχῶ, νὰ τοὺς σφάξετε ὅλους!… Τέτοιος κακοῦργος, τέτοια φοβερὰ φυσιογνωμία ἤτανε ὁ Ἡρῴδης, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Πέρασαν ἀπὸ τότε τόσοι αἰῶνες. Ἀλλὰ τὸ ἔγκλημα τοῦ Ἡρῴδη ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται καὶ στὶς μέρες μας. Νέοι παιδοκτόνοι ὑπάρχουν τώρα. Ποιοί εἶνε; Ὅσοι συμμετέχουν στὸ ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων. Καὶ ἄλλοτε μιλήσαμε γι᾿ αὐτούς, ἀλλὰ τώρα πάλι τελειώνοντας δὲ᾿ μπορῶ νὰ μὴν τοὺς ὑπενθυμίσω. Εἶνε πρῶτον ὅσοι ἀσυνείδητοι γιατροὶ ἐκτελοῦν τὶς ἐκτρώσεις. Εἶνε ἔπειτα οἱ ἀναίσθητοι γονεῖς, ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα, ποὺ ζητοῦν τὶς ἐκτρώσεις. Καὶ τέλος νέοι παιδοκτόνοι εἶνε οἱ πολιτικοί, τὸ διο τὸ κράτος, ποὺ νομοθέτησαν τὶς ἐκτρώσεις. Ὅλοι τὰ δια μυαλὰ ἔχουν, στὸ διο καζάνι βράζουν. Ψηφίσανε νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο πλέον ἡ ἄμβλωσις ὄχι μόνο δὲν θεωρεῖται ἔγκλημα ἀλλὰ καὶ χρηματοδοτεῖται!
Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε φονιᾶδες, δολοφόνοι. Τὰ χέρια τους στάζουν αἷμα. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι μας, ὁ παπᾶς, ὁ δάσκαλος, ὁ δεσπότης…, ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, κατὰ κάποιο τρόπο φταῖμε, καὶ γι᾿ αὐτὸ μᾶς περιμένει τιμωρία ὅπως τὸν Ἡρῴδη. Καὶ τὸ δικό μας τέλος δὲ᾿ θά ᾿νε καλό. Ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς ἕνα ποσοστὸ εὐθύνης γιὰ τὸ σημεῖο ποὺ ἔφθασε τὸ ἔθνος ὅσον ἀφορᾷ τὴν ὑπογεννητικότητα. Εμαστε στὸ ναδίρ. Ποιά θὰ εἶνε ἡ τιμωρία; Τί ἄλλο πρέπει νὰ περιμένουμε; Τόσες θεομηνίες, σεισμοὶ καὶ ἄλλα φοβερὰ κακὰ ποὺ γίνονται, τὰ θεωρεῖτε τυχαῖα; Ἂς μὴν ἀκοῦμε λοιπὸν τοὺς κήρυκες, ἂς γελᾶμε καὶ ἂς ἐμπαίζουμε τὰ πάντα· ἂς ζοῦμε ἀμετανόητοι, ὅπως θέλει ὁ σατανᾶς· θά ᾿ρθῇ ἡ σκληρὴ τιμωρία…
Ἀλλ᾿ ἂς μὴν τελειώσουμε μὲ ἀπαισιοδοξία. Ὑπάρχουν καὶ φωτεινὰ σημεῖα, ὑπάρχουν καὶ ἐλπιδοφόρα παραδείγματα. Καὶ ὅσο ὑπάρχουν αὐτά, μποροῦμε νὰ αἰσιοδοξοῦμε. Ὅσο ὑπάρχει πιστὸς λαὸς ποὺ τηρεῖ τὸ νόμο τῆς τεκνογονίας, καὶ ὅσο ὑπάρχει κλῆρος πιστὸς στὸ Θεό, κλῆρος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἀλλ᾿ ἀγαπᾷ, τηρεῖ καὶ διδάσκει τὶς θεῖες ἐντολές, ἡ ἐλπίδα δὲν σβήνει. Ἐὰν λοιπὸν ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, δείξουμε πίστι, ὑπομονή, καὶ ἀγωνιστοῦμε, τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἔγκλημα τοῦ Ἡρῴδου θὰ σβήσῃ· καὶ ἡ Ἑλλὰς θὰ μείνῃ χώρα χριστιανική, ποὺ θὰ ὑμνῇ καὶ θὰ δοξάζῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Γεωργίου Φλωρίνης 30-12-1984), Τράπεζα Ιδέων